Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξοίδημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εξοίδημα
τα
εξοιδήμα
τ
α
γενική
του
εξοιδήμα
τ
ος
των
εξοιδημά
τ
ων
αιτιατική
το
εξοίδημα
τα
εξοιδήμα
τ
α
κλητική
εξοίδημα
εξοιδήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξοίδημα
<
εξ-
+
οίδημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξοίδημα
ουδέτερο
(
ιατρική
)
οίδημα
το οποίο ταυτόχρονα συνοδεύεται με
φλεγμονή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξοίδημα