↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξοίδημα τα εξοιδήματα
      γενική του εξοιδήματος των εξοιδημάτων
    αιτιατική το εξοίδημα τα εξοιδήματα
     κλητική εξοίδημα εξοιδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοίδημα < εξ- + οίδημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξοίδημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία