εξιδανικεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξιδανικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιδανικεύω
- θα εξιδανικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιδανικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εξιδανικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιδανίκευση