εξηλεκτρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξηλεκτρισμένος:
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ksi.lek.tɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξη‐λε‐κτρι‐σμέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐η‐λεκ‐τρι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
εξηλεκτρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξηλεκτρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξηλεκτρισμένος
|