εξηλεκτρίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξηλεκτρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξηλεκτρίζω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξηλεκτρίζομαω | εξηλέκτριζομαα | θα εξηλεκτρίζομαω | να εξηλεκτρίζομαω | εξηλεκτρίζομαοντας | |
β' ενικ. | εξηλεκτρίζομαεις | εξηλέκτριζομαες | θα εξηλεκτρίζομαεις | να εξηλεκτρίζομαεις | εξηλέκτριζομαε | |
γ' ενικ. | εξηλεκτρίζομαει | εξηλέκτριζομαε | θα εξηλεκτρίζομαει | να εξηλεκτρίζομαει | ||
α' πληθ. | εξηλεκτρίζομαουμε | εξηλεκτρίζομααμε | θα εξηλεκτρίζομαουμε | να εξηλεκτρίζομαουμε | ||
β' πληθ. | εξηλεκτρίζομαετε | εξηλεκτρίζομαατε | θα εξηλεκτρίζομαετε | να εξηλεκτρίζομαετε | εξηλεκτρίζομαετε | |
γ' πληθ. | εξηλεκτρίζομαουν(ε) | εξηλέκτριζομααν εξηλεκτρίζομααν(ε) |
θα εξηλεκτρίζομαουν(ε) | να εξηλεκτρίζομαουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξηλέκτριζομσα | θα εξηλεκτρίζομσω | να εξηλεκτρίζομσω | εξηλεκτρίζομσει | ||
β' ενικ. | εξηλέκτριζομσες | θα εξηλεκτρίζομσεις | να εξηλεκτρίζομσεις | εξηλέκτριζομσε | ||
γ' ενικ. | εξηλέκτριζομσε | θα εξηλεκτρίζομσει | να εξηλεκτρίζομσει | |||
α' πληθ. | εξηλεκτρίζομσαμε | θα εξηλεκτρίζομσουμε | να εξηλεκτρίζομσουμε | |||
β' πληθ. | εξηλεκτρίζομσατε | θα εξηλεκτρίζομσετε | να εξηλεκτρίζομσετε | εξηλεκτρίζομστε | ||
γ' πληθ. | εξηλέκτριζομσαν εξηλεκτρίζομσαν(ε) |
θα εξηλεκτρίζομσουν(ε) | να εξηλεκτρίζομσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξηλεκτρίζομσει | είχα εξηλεκτρίζομσει | θα έχω εξηλεκτρίζομσει | να έχω εξηλεκτρίζομσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξηλεκτρίζομσει | είχες εξηλεκτρίζομσει | θα έχεις εξηλεκτρίζομσει | να έχεις εξηλεκτρίζομσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξηλεκτρίζομσει | είχε εξηλεκτρίζομσει | θα έχει εξηλεκτρίζομσει | να έχει εξηλεκτρίζομσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξηλεκτρίζομσει | είχαμε εξηλεκτρίζομσει | θα έχουμε εξηλεκτρίζομσει | να έχουμε εξηλεκτρίζομσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξηλεκτρίζομσει | είχατε εξηλεκτρίζομσει | θα έχετε εξηλεκτρίζομσει | να έχετε εξηλεκτρίζομσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξηλεκτρίζομσει | είχαν εξηλεκτρίζομσει | θα έχουν εξηλεκτρίζομσει | να έχουν εξηλεκτρίζομσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξηλεκτρίζομαι
|