εξαμμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεξαμμώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαμμώνω | εξάμμωνα | θα εξαμμώνω | να εξαμμώνω | εξαμμώνοντας | |
β' ενικ. | εξαμμώνεις | εξάμμωνες | θα εξαμμώνεις | να εξαμμώνεις | εξάμμωνε | |
γ' ενικ. | εξαμμώνει | εξάμμωνε | θα εξαμμώνει | να εξαμμώνει | ||
α' πληθ. | εξαμμώνουμε | εξαμμώναμε | θα εξαμμώνουμε | να εξαμμώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαμμώνετε | εξαμμώνατε | θα εξαμμώνετε | να εξαμμώνετε | εξαμμώνετε | |
γ' πληθ. | εξαμμώνουν(ε) | εξάμμωναν εξαμμώναν(ε) |
θα εξαμμώνουν(ε) | να εξαμμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάμμωσα | θα εξαμμώσω | να εξαμμώσω | εξαμμώσει | ||
β' ενικ. | εξάμμωσες | θα εξαμμώσεις | να εξαμμώσεις | εξάμμωσε | ||
γ' ενικ. | εξάμμωσε | θα εξαμμώσει | να εξαμμώσει | |||
α' πληθ. | εξαμμώσαμε | θα εξαμμώσουμε | να εξαμμώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαμμώσατε | θα εξαμμώσετε | να εξαμμώσετε | εξαμμώστε | ||
γ' πληθ. | εξάμμωσαν εξαμμώσαν(ε) |
θα εξαμμώσουν(ε) | να εξαμμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαμμώσει | είχα εξαμμώσει | θα έχω εξαμμώσει | να έχω εξαμμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαμμώσει | είχες εξαμμώσει | θα έχεις εξαμμώσει | να έχεις εξαμμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαμμώσει | είχε εξαμμώσει | θα έχει εξαμμώσει | να έχει εξαμμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαμμώσει | είχαμε εξαμμώσει | θα έχουμε εξαμμώσει | να έχουμε εξαμμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαμμώσει | είχατε εξαμμώσει | θα έχετε εξαμμώσει | να έχετε εξαμμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαμμώσει | είχαν εξαμμώσει | θα έχουν εξαμμώσει | να έχουν εξαμμώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαμμώνω
|