εξαγοράσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαγοράσιμος < εξαγοράζω
Επίθετο επεξεργασία
εξαγοράσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να εξαγοραστεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαγοράσιμος
|
εξαγοράσιμος, -η, -ο
|