Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενύπνιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ενύπνιος

  1. ό,τι συμβαίνει εντός, κατά τη διάρκεια του ύπνου
    Τα όνειρα είναι ενύπνιες εμπειρίες.
    ενύπνιος θάνατος
  2. κοιμισμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)