ενωτιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενωτιστής < ἕνωσις + -ιστής, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unionist (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενωτιστής αρσενικό, ενωτίστρια θηλυκό
ενωτιστής αρσενικό, ενωτίστρια θηλυκό