ενωματάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενωματάρχης < αρχαία ελληνική ἐνωμοτάρχης < ἐνωμοτία (< ἐνώμοτος < ὄμνυμι) + -άρχης (< ἄρχω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.no.maˈtaɾ.çis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενωματάρχης αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ενωμοτάρχης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενωματάρχης
|