ενυδατώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ενυδατώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενυδατώνω
- θα ενυδατώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενυδατώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
ενυδατώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενυδάτωση