Ετυμολογία

επεξεργασία
εντός ολίγου (χρόνου) < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐντὸς ὀλίγου (χρόνου) < αρχαία ελληνική ἐντὸς ὀλίγου χρόνου < ἐντός + ὀλίγου + χρόνου → δείτε ὀλίγου χρόνου

  Επίρρημα

επεξεργασία

εντός ολίγου (χρόνου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ολίγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)