Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντυποθήκη οι εντυποθήκες
      γενική της εντυποθήκης των εντυποθηκών
    αιτιατική την εντυποθήκη τις εντυποθήκες
     κλητική εντυποθήκη εντυποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντυποθήκη < εντυπ(ο) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντυποθήκη θηλυκό

  • θήκη για τοποθέτηση εντύπων / προθήκη

  Μεταφράσεις επεξεργασία