ενταφιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενταφιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ενταφιάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενταφιάζομαι | ενταφιαζόμουν(α) | θα ενταφιάζομαι | να ενταφιάζομαι | ||
β' ενικ. | ενταφιάζεσαι | ενταφιαζόσουν(α) | θα ενταφιάζεσαι | να ενταφιάζεσαι | (ενταφιάζου) | |
γ' ενικ. | ενταφιάζεται | ενταφιαζόταν(ε) | θα ενταφιάζεται | να ενταφιάζεται | ||
α' πληθ. | ενταφιαζόμαστε | ενταφιαζόμαστε ενταφιαζόμασταν |
θα ενταφιαζόμαστε | να ενταφιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ενταφιάζεστε | ενταφιαζόσαστε ενταφιαζόσασταν |
θα ενταφιάζεστε | να ενταφιάζεστε | (ενταφιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ενταφιάζονται | ενταφιάζονταν ενταφιαζόντουσαν |
θα ενταφιάζονται | να ενταφιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενταφιάστηκα | θα ενταφιαστώ | να ενταφιαστώ | ενταφιαστεί | ||
β' ενικ. | ενταφιάστηκες | θα ενταφιαστείς | να ενταφιαστείς | ενταφιάσου | ||
γ' ενικ. | ενταφιάστηκε | θα ενταφιαστεί | να ενταφιαστεί | |||
α' πληθ. | ενταφιαστήκαμε | θα ενταφιαστούμε | να ενταφιαστούμε | |||
β' πληθ. | ενταφιαστήκατε | θα ενταφιαστείτε | να ενταφιαστείτε | ενταφιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ενταφιάστηκαν ενταφιαστήκαν(ε) |
θα ενταφιαστούν(ε) | να ενταφιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενταφιαστεί | είχα ενταφιαστεί | θα έχω ενταφιαστεί | να έχω ενταφιαστεί | ενταφιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενταφιαστεί | είχες ενταφιαστεί | θα έχεις ενταφιαστεί | να έχεις ενταφιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενταφιαστεί | είχε ενταφιαστεί | θα έχει ενταφιαστεί | να έχει ενταφιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενταφιαστεί | είχαμε ενταφιαστεί | θα έχουμε ενταφιαστεί | να έχουμε ενταφιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενταφιαστεί | είχατε ενταφιαστεί | θα έχετε ενταφιαστεί | να έχετε ενταφιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενταφιαστεί | είχαν ενταφιαστεί | θα έχουν ενταφιαστεί | να έχουν ενταφιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενταφιάζομαι
|