Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντάφιος η εντάφια το εντάφιο
      γενική του εντάφιου της εντάφιας του εντάφιου
    αιτιατική τον εντάφιο την εντάφια το εντάφιο
     κλητική εντάφιε εντάφια εντάφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντάφιοι οι εντάφιες τα εντάφια
      γενική των εντάφιων των εντάφιων των εντάφιων
    αιτιατική τους εντάφιους τις εντάφιες τα εντάφια
     κλητική εντάφιοι εντάφιες εντάφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντάφιος < αρχαία ελληνική ἐντάφιος < τάφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /enˈda.fi.os/

  Επίθετο επεξεργασία

εντάφιος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται σε τάφο (μέσα, πάνω, γύρω κ.λπ.)
  2. που έχει σχέση με τον ενταφιασμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία