Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενορίτης οι ενορίτες
      γενική του ενορίτη των ενοριτών
    αιτιατική τον ενορίτη τους ενορίτες
     κλητική ενορίτη ενορίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενορίτης < μεσαιωνική ελληνική ἐνορίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενορίτης αρσενικό

  1. ο πιστός που ανήκει σε μια ενορία
  2. (παρωχημένο) ο παπάς μιας ενορίας
    Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία