Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενεχυριάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενεχυριάζω
  2. θα ενεχυριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενεχυριάζω