ενεχυριάζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ne.çi.ɾiˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νε‐χυ‐ρι‐ά‐ζο‐μαι
- ομόηχο: ενεχυριάζομε
Ρήμα επεξεργασία
ενεχυριάζομαι, π.αόρ.: ενεχυριάστηκα/ενεχυριάσθηκα, μτχ.π.π.: ενεχυριασμένος, (ενεργ.: ενεχυριάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος ενεχυριάζω → δείτε και την κλίση