Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοτεταρτημοριακός η ενδοτεταρτημοριακή το ενδοτεταρτημοριακό
      γενική του ενδοτεταρτημοριακού της ενδοτεταρτημοριακής του ενδοτεταρτημοριακού
    αιτιατική τον ενδοτεταρτημοριακό την ενδοτεταρτημοριακή το ενδοτεταρτημοριακό
     κλητική ενδοτεταρτημοριακέ ενδοτεταρτημοριακή ενδοτεταρτημοριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοτεταρτημοριακοί οι ενδοτεταρτημοριακές τα ενδοτεταρτημοριακά
      γενική των ενδοτεταρτημοριακών των ενδοτεταρτημοριακών των ενδοτεταρτημοριακών
    αιτιατική τους ενδοτεταρτημοριακούς τις ενδοτεταρτημοριακές τα ενδοτεταρτημοριακά
     κλητική ενδοτεταρτημοριακοί ενδοτεταρτημοριακές ενδοτεταρτημοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοτεταρτημοριακός < ενδο- + τεταρτημοριακός < τεταρτημόριο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interquartile)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /en.ðo.te.taɾ.ti.mo.ɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐δο‐τε‐ταρ‐τη‐μο‐ρι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ενδοτεταρτημοριακός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία