ενδοιαστικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοιαστικώς < ελληνιστική κοινή ἐνδοιαστικῶς < ἐνδοιαστικός
Επίρρημα επεξεργασία
ενδοιαστικώς
- με ενδοιαστικό τρόπο, με ενδοιασμούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοιαστικώς
|
ενδοιαστικώς
|