ενδείκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδείκτης < ελληνιστική κοινή ἐνδείκτης < αρχαία ελληνική ἐνδείκνυμι < δείκνυμι ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική marker / pointer)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδείκτης αρσενικό
- συσκευή ή όργανο που προβάλλει ενδείξεις
- (γλωσσολογία) λέξη ή πολυλεκτικός όρος που αποσαφηνίζει την πορεία της σκέψης ή συμβάλλει στην οργάνωση του κειμένου