• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ενδείκτης

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενδείκτης οι ενδείκτες
      γενική του ενδείκτη των ενδεικτών
    αιτιατική τον ενδείκτη τους ενδείκτες
     κλητική ενδείκτη ενδείκτες
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ενδείκτης < ελληνιστική κοινή ἐνδείκτης < αρχαία ελληνική ἐνδείκνυμι < δείκνυμι ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική marker / pointer)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενδείκτης αρσενικό

  1. συσκευή ή όργανο που προβάλλει ενδείξεις
  2. (γλωσσολογία) λέξη ή πολυλεκτικός όρος που αποσαφηνίζει την πορεία της σκέψης ή συμβάλλει στην οργάνωση του κειμένου

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • http://www.greek-language.gr

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ενδείκτης
  • αγγλικά : marker (en)(2), pointer (en)(2)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενδείκτης&oldid=4890592"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Νοεμβρίου 2020, στις 06:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Νοεμβρίου 2020, στις 06:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie