Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενδείκτης οι ενδείκτες
      γενική του ενδείκτη των ενδεικτών
    αιτιατική τον ενδείκτη τους ενδείκτες
     κλητική ενδείκτη ενδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδείκτης < ελληνιστική κοινή ἐνδείκτης < αρχαία ελληνική ἐνδείκνυμι < δείκνυμι ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική marker / pointer)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδείκτης αρσενικό

  1. συσκευή ή όργανο που προβάλλει ενδείξεις
  2. (γλωσσολογία) λέξη ή πολυλεκτικός όρος που αποσαφηνίζει την πορεία της σκέψης ή συμβάλλει στην οργάνωση του κειμένου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία