Ετυμολογία

επεξεργασία
ενατενίζω < ελληνιστική κοινή ἐνατενίζω < ἐν + αρχαία ελληνική ἀτενίζω < ἀτενής < τείνω

ενατενίζω

  1. (λόγιο) ατενίζω προσηλώνοντας το βλέμμα
  2. (λόγιο) (μεταφορικά) ατενίζω εσωτερικά ή νοερά (προσηλώνοντας το «βλέμμα»)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία