Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εναντιοτροπία οι εναντιοτροπίες
      γενική της εναντιοτροπίας των εναντιοτροπιών
    αιτιατική την εναντιοτροπία τις εναντιοτροπίες
     κλητική εναντιοτροπία εναντιοτροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναντιοτροπία < ελληνιστική κοινή ἐναντιοτροπία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εναντιοτροπία θηλυκό

  1. (λόγιο) αντίθεση, αντίφαση, εναντιότητα
  2. (φυσική) η ιδιότητα δύο ή περισσότερων ουσιών που παρουσιάζουν αντιθέσεις σε διάφορες παραμέτρους τους (θερμοκρασία, πίεση κ.λπ.)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία