εναλφαβητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναλφαβητισμός < εν- + αλφαβητισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική alphabétisation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εναλφαβητισμός αρσενικό
- η απόκτηση δεξιοτήτων και ικανότητας ανάγνωσης, γραφής, χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λπ. (σε βασικό επίπεδο)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναλφαβητισμός
|