εμπρεσιονιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπρεσιονιστικός < εμπρεσιονιστής + -ικός < γαλλική impressionniste + -ιστής < impression < λατινική impressio < impressus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος imprimo < premo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (χτυπώ)
Επίθετο επεξεργασία
εμπρεσιονιστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιμπρεσιονισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπρεσιονιστικός
|