Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπνεύστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εμπνεύστρι
α
οι
εμπνεύστρι
ες
γενική
της
εμπνεύστρι
ας
των
εμπνευστρι
ών
αιτιατική
την
εμπνεύστρι
α
τις
εμπνεύστρι
ες
κλητική
εμπνεύστρι
α
εμπνεύστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπνεύστρια
<
εμπνευστής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμπνεύστρια
θηλυκό
θηλυκό
του
εμπνευστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπνεύστρια
γαλλικά
:
inspiratrice
(fr)