Δείτε επίσης: ἐμπίπτω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπίπτω < αρχαία ελληνική ἐμπίπτω < ἐν + πίπτω

  Ρήμα επεξεργασία

εμπίπτω

  Μεταφράσεις επεξεργασία