εμβόλιμη ημέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
εμβόλιμη ημέρα θηλυκό
- (αστρονομία) η ημέρα που προστίθεται περιοδικά ή εκτάκτως σε ένα ημερολογιακό έτος, προκειμένου να καλυφθεί η διαφορά του από το ηλιακό έτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμβόλιμη ημέρα
|