εμβρυοθυλάκιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμβρυοθυλάκιο | τα | εμβρυοθυλάκια |
γενική | του | εμβρυοθυλάκιου & εμβρυοθυλακίου |
των | εμβρυοθυλάκιων & εμβρυοθυλακίων |
αιτιατική | το | εμβρυοθυλάκιο | τα | εμβρυοθυλάκια |
κλητική | εμβρυοθυλάκιο | εμβρυοθυλάκια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμβρυοθυλάκιο < εμβρυο- + θυλάκιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sac embryonnaire) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.o.θiˈla.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βρυ‐ο‐θυ‐λά‐κι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμβρυοθυλάκιο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμβρυοθυλάκιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμβρυοθυλάκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας