↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμβρυοθυλάκιο τα εμβρυοθυλάκια
      γενική του εμβρυοθυλάκιου
εμβρυοθυλακίου
των εμβρυοθυλάκιων
εμβρυοθυλακίων
    αιτιατική το εμβρυοθυλάκιο τα εμβρυοθυλάκια
     κλητική εμβρυοθυλάκιο εμβρυοθυλάκια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβρυοθυλάκιο < εμβρυο- + θυλάκιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sac embryonnaire) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.o.θiˈla.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βρυ‐ο‐θυ‐λά‐κι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμβρυοθυλάκιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία