Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβαδομετρικός η εμβαδομετρική το εμβαδομετρικό
      γενική του εμβαδομετρικού της εμβαδομετρικής του εμβαδομετρικού
    αιτιατική τον εμβαδομετρικό την εμβαδομετρική το εμβαδομετρικό
     κλητική εμβαδομετρικέ εμβαδομετρική εμβαδομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβαδομετρικοί οι εμβαδομετρικές τα εμβαδομετρικά
      γενική των εμβαδομετρικών των εμβαδομετρικών των εμβαδομετρικών
    αιτιατική τους εμβαδομετρικούς τις εμβαδομετρικές τα εμβαδομετρικά
     κλητική εμβαδομετρικοί εμβαδομετρικές εμβαδομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβαδομετρικός < εμβαδόμετρο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εμβαδομετρικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία