↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελμινθίαση οι ελμινθιάσεις
      γενική της ελμινθίασης* των ελμινθιάσεων
    αιτιατική την ελμινθίαση τις ελμινθιάσεις
     κλητική ελμινθίαση ελμινθιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελμινθιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελμινθίαση < αρχαία ελληνική ἕλμινς (ἕλμινθος) (= σκώληξ εντέρων)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελμινθίαση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία