Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελιτιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελιτιστικ
ός
η
ελιτιστικ
ή
το
ελιτιστικ
ό
γενική
του
ελιτιστικ
ού
της
ελιτιστικ
ής
του
ελιτιστικ
ού
αιτιατική
τον
ελιτιστικ
ό
την
ελιτιστικ
ή
το
ελιτιστικ
ό
κλητική
ελιτιστικ
έ
ελιτιστικ
ή
ελιτιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελιτιστικ
οί
οι
ελιτιστικ
ές
τα
ελιτιστικ
ά
γενική
των
ελιτιστικ
ών
των
ελιτιστικ
ών
των
ελιτιστικ
ών
αιτιατική
τους
ελιτιστικ
ούς
τις
ελιτιστικ
ές
τα
ελιτιστικ
ά
κλητική
ελιτιστικ
οί
ελιτιστικ
ές
ελιτιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελιτιστικός
<
ελίτ
+
-ιστικός
<
γαλλική
élite
Επίθετο
επεξεργασία
ελιτιστικός, -η, -ο
άλλη μορφή
του
ελιτίστικος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ελίτ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελιτιστικός
→
δείτε
τη λέξη
ελιτίστικος