↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελικοδρόμιο τα ελικοδρόμια
      γενική του ελικοδρομίου
ελικοδρόμιου
των ελικοδρομίων
    αιτιατική το ελικοδρόμιο τα ελικοδρόμια
     κλητική ελικοδρόμιο ελικοδρόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελικοδρόμιο μαρτυρείται από το 1855 στην καθαρεύουσα (ἑλικοδρόμιον)[1]< μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική helidrome. Δεν σχετίζεται με αρχαία ελληνική ἑλικοδρόμος (κυκλικός)[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελικοδρόμιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 353, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ελικοδρόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας