ελεατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ελεατικός, ή, -ό
- σχετικός με την Ελεατική σχολή, τη φιλοσοφική σχολή που βρισκόταν στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελεατικός
|
ελεατικός, ή, -ό
|