ελαφιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαελαφιάζω
- (ιδιωματικό, σπάνιο) άλλη μορφή του αλαφιάζω
Πηγές
επεξεργασία- αλαφιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαφιάζω | ελάφιαζα | θα ελαφιάζω | να ελαφιάζω | ελαφιάζοντας | |
β' ενικ. | ελαφιάζεις | ελάφιαζες | θα ελαφιάζεις | να ελαφιάζεις | ελάφιαζε | |
γ' ενικ. | ελαφιάζει | ελάφιαζε | θα ελαφιάζει | να ελαφιάζει | ||
α' πληθ. | ελαφιάζουμε | ελαφιάζαμε | θα ελαφιάζουμε | να ελαφιάζουμε | ||
β' πληθ. | ελαφιάζετε | ελαφιάζατε | θα ελαφιάζετε | να ελαφιάζετε | ελαφιάζετε | |
γ' πληθ. | ελαφιάζουν(ε) | ελάφιαζαν ελαφιάζαν(ε) |
θα ελαφιάζουν(ε) | να ελαφιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελάφιασα | θα ελαφιάσω | να ελαφιάσω | ελαφιάσει | ||
β' ενικ. | ελάφιασες | θα ελαφιάσεις | να ελαφιάσεις | ελάφιασε | ||
γ' ενικ. | ελάφιασε | θα ελαφιάσει | να ελαφιάσει | |||
α' πληθ. | ελαφιάσαμε | θα ελαφιάσουμε | να ελαφιάσουμε | |||
β' πληθ. | ελαφιάσατε | θα ελαφιάσετε | να ελαφιάσετε | ελαφιάστε | ||
γ' πληθ. | ελάφιασαν ελαφιάσαν(ε) |
θα ελαφιάσουν(ε) | να ελαφιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελαφιάσει | είχα ελαφιάσει | θα έχω ελαφιάσει | να έχω ελαφιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελαφιάσει | είχες ελαφιάσει | θα έχεις ελαφιάσει | να έχεις ελαφιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελαφιάσει | είχε ελαφιάσει | θα έχει ελαφιάσει | να έχει ελαφιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαφιάσει | είχαμε ελαφιάσει | θα έχουμε ελαφιάσει | να έχουμε ελαφιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελαφιάσει | είχατε ελαφιάσει | θα έχετε ελαφιάσει | να έχετε ελαφιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαφιάσει | είχαν ελαφιάσει | θα έχουν ελαφιάσει | να έχουν ελαφιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαφιάζω
|