εκχρηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκχρηματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκχρηματισμός αρσενικό
- η χρησιμοποίηση του χρήματος ως κυρίαρχου μέσου οικονομικών συναλλαγών
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκχρηματισμός
|