↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκχρηματισμός οι εκχρηματισμοί
      γενική του εκχρηματισμού των εκχρηματισμών
    αιτιατική τον εκχρηματισμό τους εκχρηματισμούς
     κλητική εκχρηματισμέ εκχρηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκχρηματισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκχρηματισμός αρσενικό

  • η χρησιμοποίηση του χρήματος ως κυρίαρχου μέσου οικονομικών συναλλαγών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία