εκτοκίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκτοκίζομαι
- (οικονομία) (σπάνιο) παθητική φωνή του ρήματος εκτοκίζω
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτοκίζομαι | εκτοκιζόμουν(α) | θα εκτοκίζομαι | να εκτοκίζομαι | ||
β' ενικ. | εκτοκίζεσαι | εκτοκιζόσουν(α) | θα εκτοκίζεσαι | να εκτοκίζεσαι | (εκτοκίζου) | |
γ' ενικ. | εκτοκίζεται | εκτοκιζόταν(ε) | θα εκτοκίζεται | να εκτοκίζεται | ||
α' πληθ. | εκτοκιζόμαστε | εκτοκιζόμαστε εκτοκιζόμασταν |
θα εκτοκιζόμαστε | να εκτοκιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκτοκίζεστε | εκτοκιζόσαστε εκτοκιζόσασταν |
θα εκτοκίζεστε | να εκτοκίζεστε | (εκτοκίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκτοκίζονται | εκτοκίζονταν εκτοκιζόντουσαν |
θα εκτοκίζονται | να εκτοκίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτοκίστηκα | θα εκτοκιστώ | να εκτοκιστώ | εκτοκιστεί | ||
β' ενικ. | εκτοκίστηκες | θα εκτοκιστείς | να εκτοκιστείς | εκτοκίσου | ||
γ' ενικ. | εκτοκίστηκε | θα εκτοκιστεί | να εκτοκιστεί | |||
α' πληθ. | εκτοκιστήκαμε | θα εκτοκιστούμε | να εκτοκιστούμε | |||
β' πληθ. | εκτοκιστήκατε | θα εκτοκιστείτε | να εκτοκιστείτε | εκτοκιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκτοκίστηκαν εκτοκιστήκαν(ε) |
θα εκτοκιστούν(ε) | να εκτοκιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκτοκιστεί | είχα εκτοκιστεί | θα έχω εκτοκιστεί | να έχω εκτοκιστεί | εκτοκισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκτοκιστεί | είχες εκτοκιστεί | θα έχεις εκτοκιστεί | να έχεις εκτοκιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκτοκιστεί | είχε εκτοκιστεί | θα έχει εκτοκιστεί | να έχει εκτοκιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτοκιστεί | είχαμε εκτοκιστεί | θα έχουμε εκτοκιστεί | να έχουμε εκτοκιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκτοκιστεί | είχατε εκτοκιστεί | θα έχετε εκτοκιστεί | να έχετε εκτοκιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτοκιστεί | είχαν εκτοκιστεί | θα έχουν εκτοκιστεί | να έχουν εκτοκιστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτοκίζομαι
|