Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκλογικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλογικεύω
  2. θα εκλογικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλογικεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εκλογικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκλογίκευση