εκλογικεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκλογικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλογικεύω
- θα εκλογικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλογικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεκλογικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκλογίκευση