εκκύκλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκύκλημα < ελληνιστική κοινή ἐκκύκλημα < αρχαία ελληνική ἐκκυκλέω < ἐκ- + κυκλέω / κυκλῶ < κύκλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκκύκλημα ουδέτερο
- (θέατρο) ξύλινο τροχήλατο μηχάνημα ή εξέδρα, που χρησιμοποιόταν στην αρχαία τραγωδία, προκειμένου να δουν οι θεατές ό,τι διαδραματιζόταν στο εσωτερικό ενός κτηρίου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κύκλος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- εκκύκλημα στη Βικιπαίδεια