εκκαλών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκκαλών | η | εκκαλούσα | το | εκκαλούν |
γενική | του | εκκαλούντος & εκκαλούντα1 |
της | εκκαλούσας & εκκαλούσης* |
του | εκκαλούντος |
αιτιατική | τον | εκκαλούντα | την | εκκαλούσα | το | εκκαλούν |
κλητική | εκκαλών | εκκαλούσα | εκκαλούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκκαλούντες | οι | εκκαλούσες | τα | εκκαλούντα |
γενική | των | εκκαλούντων | των | εκκαλουσών | των | εκκαλούντων |
αιτιατική | τους | εκκαλούντες | τις | εκκαλούσες | τα | εκκαλούντα |
κλητική | εκκαλούντες | εκκαλούσες | εκκαλούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκκαλών < αρχαία ελληνική ἐκκαλῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐκκαλῶ, συνηρημένου τύπου του ἐκκαλέω
Μετοχή
επεξεργασίαεκκαλών, ούσα, -ούν
- (νομικός όρος) που κάνει έφεση σε ανώτερο δικαστήριο (και ουσιαστικοποιμένο)