Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκθολούμενος η εκθολούμενη το εκθολούμενο
      γενική του εκθολούμενου της εκθολούμενης του εκθολούμενου
    αιτιατική τον εκθολούμενο την εκθολούμενη το εκθολούμενο
     κλητική εκθολούμενε εκθολούμενη εκθολούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκθολούμενοι οι εκθολούμενες τα εκθολούμενα
      γενική των εκθολούμενων των εκθολούμενων των εκθολούμενων
    αιτιατική τους εκθολούμενους τις εκθολούμενες τα εκθολούμενα
     κλητική εκθολούμενοι εκθολούμενες εκθολούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ο αυξητικά (εκ)θολωμένος που θα θολώσει κι άλλο:

  1. αυτός που συνεχώς - σε σχέση με το πέρασμα του χρόνου - θολώνει όλο και περισσότερο
  2. αυτός που συνεχώς - σε σχέση με διάνυση απόστασης (πχ. κατάδυση από επιφάνεια) - θολώνει όλο και περισσότερο