εκθολούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ο αυξητικά (εκ)θολωμένος που θα θολώσει κι άλλο:
- αυτός που συνεχώς - σε σχέση με το πέρασμα του χρόνου - θολώνει όλο και περισσότερο
- αυτός που συνεχώς - σε σχέση με διάνυση απόστασης (πχ. κατάδυση από επιφάνεια) - θολώνει όλο και περισσότερο