Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδοτικός η εκδοτική το εκδοτικό
      γενική του εκδοτικού της εκδοτικής του εκδοτικού
    αιτιατική τον εκδοτικό την εκδοτική το εκδοτικό
     κλητική εκδοτικέ εκδοτική εκδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδοτικοί οι εκδοτικές τα εκδοτικά
      γενική των εκδοτικών των εκδοτικών των εκδοτικών
    αιτιατική τους εκδοτικούς τις εκδοτικές τα εκδοτικά
     κλητική εκδοτικοί εκδοτικές εκδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδοτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εκδοτικός

  1. που έχει σχέση με την έκδοση βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας, κλπ., ή που αναφέρεται στον εκδότη
    εκδοτικός οίκος, εκδοτική ομάδα, εκδοτική εμπειρία

  Μεταφράσεις επεξεργασία