εκδημοκρατισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδημοκρατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκδημοκρατίζω
Μετοχή επεξεργασία
εκδημοκρατισμένος, -η, -ο
- που έχει εκδημοκρατιστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδημοκρατισμένος
|