Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδημοκρατισμένος η εκδημοκρατισμένη το εκδημοκρατισμένο
      γενική του εκδημοκρατισμένου της εκδημοκρατισμένης του εκδημοκρατισμένου
    αιτιατική τον εκδημοκρατισμένο την εκδημοκρατισμένη το εκδημοκρατισμένο
     κλητική εκδημοκρατισμένε εκδημοκρατισμένη εκδημοκρατισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδημοκρατισμένοι οι εκδημοκρατισμένες τα εκδημοκρατισμένα
      γενική των εκδημοκρατισμένων των εκδημοκρατισμένων των εκδημοκρατισμένων
    αιτιατική τους εκδημοκρατισμένους τις εκδημοκρατισμένες τα εκδημοκρατισμένα
     κλητική εκδημοκρατισμένοι εκδημοκρατισμένες εκδημοκρατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδημοκρατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκδημοκρατίζω

  Μετοχή επεξεργασία

εκδημοκρατισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία