εκατόευρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκατόευρο ουδέτερο
- (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα εκατό ευρώ
- ※ Όταν λιποθυμούν, τους τρέχουν με το ασθενοφόρο στα εφημερεύοντα κι εκεί τους υποχρεώνουν να δώσουν ένα εκατόευρο, από αυτά που τους περισσεύουν. (εφ. Καθημερινή, 29.11.2014)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκατόευρο
|