Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισπήδηση οι εισπηδήσεις
      γενική της εισπήδησης* των εισπηδήσεων
    αιτιατική την εισπήδηση τις εισπηδήσεις
     κλητική εισπήδηση εισπηδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εισπηδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισπήδηση < εισ- + αρχαία ελληνική πήδησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εισπήδηση θηλυκό

  1. (λόγιο) (σπάνιο) εισβολή (αιφνίδια)
  2. (λόγιο) (σπάνιο) κατάληψη αξιώματος με δόλιο ή αντικανονικό τρόπο
  3. (λόγιο) (σπάνιο) (ναυτικός όρος) ρεσάλτο
  4. (λόγιο) (σπάνιο) (θρησκεία) η τέλεση ακολουθίας ή λατρευτικής πράξης σε άλλη μητρόπολη ή χώρο ποιμαντικής και δικαιοδοσίας άλλου, χωρίς προηγούμενη εξασφάλιση άδειας ή έγκρισης
  5. (λόγιο) (σπάνιο) (κατ’ επέκταση) υπέρβαση αρμοδιοτήτων

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πηδώ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία