εισπήδηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εισπήδηση | οι | εισπηδήσεις |
γενική | της | εισπήδησης* | των | εισπηδήσεων |
αιτιατική | την | εισπήδηση | τις | εισπηδήσεις |
κλητική | εισπήδηση | εισπηδήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εισπηδήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εισπήδηση < εισ- + αρχαία ελληνική πήδησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεισπήδηση θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) εισβολή (αιφνίδια)
- (λόγιο) (σπάνιο) κατάληψη αξιώματος με δόλιο ή αντικανονικό τρόπο
- (λόγιο) (σπάνιο) (ναυτικός όρος) ρεσάλτο
- (λόγιο) (σπάνιο) (θρησκεία) η τέλεση ακολουθίας ή λατρευτικής πράξης σε άλλη μητρόπολη ή χώρο ποιμαντικής και δικαιοδοσίας άλλου, χωρίς προηγούμενη εξασφάλιση άδειας ή έγκρισης
- (λόγιο) (σπάνιο) (κατ’ επέκταση) υπέρβαση αρμοδιοτήτων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πηδώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- εισπήδηση στη Βικιπαίδεια