Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισορμώ < αρχαία ελληνική εἰσορμάω / εἰσορμῶ < εἰς + ὁρμάω / ὁρμῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.soɾˈmo/

  Ρήμα επεξεργασία

εισορμώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία