ειρηνοδίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειρηνοδίκης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰρηνοδίκαι (εἰρηνοδίκηςστον πληθυντικό, σώμα ρωμαίων ιερέων με καθήκοντα επίβλεψης των λαών) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική juge de paix < juge (δικαστής, -δίκης) + de (της) + paix (ειρήνης)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ɾi.noˈði.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐ρη‐νο‐δί‐κης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειρηνοδίκης αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ειρηνοδικείο
- ειρηνοδίκισσα (προφορικό θηλυκό)
Δείτε επίσης
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ειρήνη και δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειρηνοδίκης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ειρηνοδίκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας