Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ειρηνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειρηνεύω
  2. θα ειρηνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειρηνεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ειρηνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειρήνευση