ειρηνεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαειρηνεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειρηνεύω
- θα ειρηνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειρηνεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαειρηνεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειρήνευση