Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ τα εικοσιδυεξαενοϊκά οξέα
      γενική του εικοσιδυεξαενοϊκού οξέος των εικοσιδυεξαενοϊκών οξέων
    αιτιατική το εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ τα εικοσιδυεξαενοϊκά οξέα
     κλητική εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ εικοσιδυεξαενοϊκά οξέα
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ

  • (βιοχημεία) ω-3 λιπαρό οξύ, DHA, κύριο και σημαντικότερο συστατικό ιχθυέλαιων

Δείτε επίσης επεξεργασία