Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονικοποίηση οι εικονικοποιήσεις
      γενική της εικονικοποίησης των εικονικοποιήσεων
    αιτιατική την εικονικοποίηση τις εικονικοποιήσεις
     κλητική εικονικοποίηση εικονικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικονικοποίηση < εικονικός + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική virtualization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εικονικοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία