ειδοειδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ειδοειδικός < είδος + -ο- + ειδικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική species-specific)
Επίθετο επεξεργασία
ειδοειδικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδοειδικός
ειδοειδικός